- αἰγινομεύς
- αἰγῐ-νομεύς, έως, ὁ,A goatherd, AP9.318 (Leon.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Αιγινομεύς — αἰγινομεύς, ο (Α) ο αιγινόμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴξ, γὸς + νομεύς, «βοσκός» < νέμω] … Dictionary of Greek
αἰγινομῆες — αἰγινομεύς goatherd masc nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγινομῆι — αἰγινομεύς goatherd masc dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)